- ιππόθεν
- ἱππόθεν (Α)επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + -θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.